- ταυτοπροσωπία
- η, Νγραμμ. α) (στην αρχ. ελλ.) είδος σύνταξης κατά την οποία το υποκείμενο τού ρήματος είναι υποκείμενο τού απαρεμφάτου ή τής μετοχής που εξαρτώνται από το ρήμα αυτόβ) (στη νεοελλ.) σύνταξη κατά την οποία δύο ή περισσότερες προτάσεις έχουν το ίδιο υποκείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].
Dictionary of Greek. 2013.